Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Ένα καλοκαίρι που σαν φθινόπωρο μυρίζει

-Ξύπνα
-Πωπω..τι θες τώρα πάλι?Άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα.
Γυρνάω πλευρά, βάζω το μαξιλάρι μου πάνω από το κεφάλι μου και απομονώνομαι σε αυτό το κουκούλι που φτιάχνω με το πάπλωμα μου. Έχει κρύο σήμερα και πάντα λάτρευα την ζέστη που δημιουργώ μόνος μου. Είναι ζεστά και νιώθω αγαλίαση, κάτι να με σκεπάζει ολόκληρο, σπιθαμή προς σπιθαμή, να μην αφήνει το κρύο να εισέλθει.
-Ξύπνα..είναι ώρα να φεύγουμε
-Κιόλας?
Πότε δεν μου έφυγε αυτή η συνήθεια από μικρό παιδί.
-Ναι κιόλας
-Καλά καλά…

Σηκώνομαι. Το πρόσωπο μου έχει χαραχτεί με απαλές γραμμές από την πίεση του μαξιλαριού. Πηγαίνω στο μπάνιο και μου ρίχνω λίγο κρύο νερό. Αξύριστος με τα μαλλιά μου να είναι κλασσικά μπουρδουκλωμένα. Κάτι ανάμεσα σε σπαστά και κατσαρά. Κάποιοι φίλοι τα λένε άφρο, άλλοι ότι είμαι σαν μπαμπουίνος. Τα τραβάω πίσω και βάζω μια στέκα να τα κρατήσω σε κάπως πιο ανθρώπινα επίπεδα. Νιώθω περίεργα σήμερα. Κάπως σαν να είμαι εκτός. Σαν το κορμί μου να μην είναι δικό μου. Κάποια γνώριμα σημάδια έχει αλλά νιώθει κάπως ξένο. Σαν να έχεις βάλει ένα μικρό ανθρωπάκι μέσα στο σώμα ενός γίγαντα. Αγνοώ επιδεικτικά και κατευθύνομαι στον κουζίνα να βάλω κάτι στο στόμα μου.
-Άντε, τελείωνε
-Να σου πω...ξέρεις πολύ καλά πως αν δεν φάω κάτι δεν πάω πουθενά.
Κατεβάζω ένα ποτήρι γάλα και τρώω λαίμαργα μια μπάρα δημητριακών. Πάλι δεν πήγα να ψωνίσω και το σπίτι έχει μείνει άδειο. Επιμένω και κάνω την ίδια χαζομάρα ξανά και ξανά..Που θα πάει..θα μάθω κάποτε.
-Πόδια η μηχανή?
-Κάνεις όμως κάτι ερωτήσεις..και τα δύο. Μηχανή μέχρι ένα σημείο και στο τέλος πόδια. Εκεί ψηλά και χαμηλά θα το καταλάβεις.
Ιεροτελεστία. Κοντομάνικο,τζιν,μπλούζα,μπότες,μπουφάν,φουλάρι στον λαιμό. Κατεβαίνω τα σκαλιά, κουμπώνω το μπουφάν μέχρι πάνω και σκύβω να λύσω την κλειδαριά της μηχανής. Πατάω την μίζα και φοράω το κράνος. Το κουμπώνω και βάζω αργά τα γάντια μου.Πρώτα το αριστερό με τα δάχτυλα να ανοίγουν και να κλείνουν για να εφαρμόσουν καλύτερα στο εσωτερικό του γαντιού.
-Φύγαμε?
-Φύγαμε.
Στροφές ο δρόμος πολλές, όμορφες. Αλλάζω κατευθύνσεις, αλλάζω αέρα, αλλάζω βλέμμα, αλλάζω ύψος. Νιώθω ένα τσίμπημα στον ώμο μου.
-Φτάσαμε.

Πατάω αργά αργά εκτός δρόμου και ακούω αυτόν τον γνώριμο θόρυβο από ρόδες να κυλάνε πάνω σε πέτρες και ξερό χώμα. Σταματάμε. Και είχες δίκιο..είναι εκεί κάτω.. Χαμηλά αλλά ταυτόχρονα ψηλά. Αρχίζει να κάνει ζέστη. Βγάζω το κράνος, βγάζω και το μπουφάν και τα αφήνω πάνω στην σέλα. Ώρα να ξεκινήσουμε.

Ένα λιβάδι διασχίζουμε. Ένα λιβάδι που κατεβαίνει συνέχεια. Νομίζω έχει λουλούδια αν και γνωρίζω πως δεν μπορεί να έχει λουλούδια εδώ. Χρουτς χρατς κάνουν οι μπότες μου πάνω στο χώμα. Εσύ πάλι αθόρυβος. Εκεί αλλά σαν μην είσαι εκεί.
-Πως το κάνεις αυτό?
-Δεν ξέρεις?
-Θα σε ρωτούσα νομίζεις αν ήξερα?
-Κάνε λίγο υπομονή.
Χαμογελάς. Αυτό το πανέμορφο, αληθινό, διαπεραστικό, αγνό χαμόγελο που αφοπλίζει.
Μυρίζουν τα αρμυρίκια και ρίχνουν μια όμορφη και δροσερή σκιά γύρω μας. Βλέπω ότι έχουμε ελάχιστα ακόμα. Είναι εκείνα τα πλατιά σκαλιά και μετά φτάσαμε. Κάποτε τα είχα ανέβει ξυπόλητος και δεν αντέχα, τώρα είμαι πιο σωστά προετοιμασμένος. Φτάσαμε. Δροσερές λευκές πέτρες στοιχίζουν το κτήριο που είμαστε. Πουτάνα φυσική, λέω από μέσα μου, παντού είσαι. Δεν στο λέω δυνατά γιατί ξέρω τι θα ακούσω πάλι.
-Φτάσαμε λοιπόν.
-Όντως
-Τι βλέπεις?
-Θάλασσα. Κολυμπάω με μια μάσκα και μαζεύω πέτρες, φέυγω πίσω από τα βράχια. Θυμάμαι όταν μάθαινα να κολυμπάω πως έτρεμα όταν με ακουμπούσες. Κρύο ήταν? Αγριεύομαι που βλέπω μπλέ χωρίς πάτο και γυρίσω πίσω. Ασφάλεια. Ψεύτικη αλλά μου αρκεί. Στην τελική δεν έχω τις αντοχές να πάω τόσο βαθιά.Ανέβασμα από τα βράχια στην προβλήτα. Ξάπλωμα στην καυτή πέτρα. Βουτιά..Και πάλι από την αρχή
-Τι φοβάσαι?
-Την απουσία της φωνής, του ήχου. Θα ξυπνήσω μια μέρα και δεν θα θυμάμαι την χροιά της φωνής. Την έντασή της.
-Ίσως κάποτε την ξεχάσεις. Δεν θα ξεχάσεις ποτέ όμως ότι την άκουγες. Και απευθυνόταν σε εσένα, ήταν και δικιά σου. Σε διαμόρφωνε, σε γέμιζε, σε συμβούλευε, σε μάλωνε.
-Αρκεί?
-Εσύ θα μου πεις.
Χαμογελάς πάλι. Ένα καλοκαίρι που σαν φθινόπωρο μυρίζει.

Ανοίγω μάτια. Γραμμές στο στήθος μου από το μαξιλάρι. Γδέρνω απαλά τα χέρια μου στο κοντοκουρεμένο κεφάλι μου. Κοιτάω τα σημάδια μου.

Αρκεί.
Χαμογελάω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: